
Odisseas Elitis
Η Μαρίνα των βράχων
“Εχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη —Μα πού γύριζες
Όλημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας καί της θάλασσας
Άετοφόρος άνεμος γύμνωσε τούς λόφους
Γύμνωσε τήν επιθυμία σου ως το κόκαλο
Κι οί κόρες των ματιών σου πήρανε τή σκυτάλη τής Χίμαιρας
Ριγώνοντας μ’ άφρό τή θύμηση!
Πού είναι ή γνώριμη άνηφορια τού μικρού Σεπτεμβρίου
Στό κοκκινόχωμα όπου έπαιζες θωρώντας πρός τα κάτω
Τούς βαθιούς κυαμώνες τών άλλων κοριτσιών
Τίς γωνιές όπου οί φίλες σου άφηναν άγκαλιές τα διοσμαρίνια
—Μα πού γύριζες
Όλονυχτίς τή σκληρή ρέμβη τής πέτρας καί τής θάλασσας
Σοΰ ’λεγα να μετράς μές στό γδυτό νερό τίς φωτεινές του μέρες
Άνάσκελη να χαίρεσαι τήν αυγή τών πραγμάτων
“Η πάλι να γυρνάς κίτρινους κάμπους
Μ’ ένα τριφύλλι φώς στό στήθος σου ήρωίδα ιάμβου.
“Εχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν τό αίμα
Βαθιά μές στό χρυσάφι τού καλοκαιριού
Καί τ’ άρωμα τών γυακίνθων —Μα ποϋ γύριζες
Κατεβαίνοντας πρός τούς γιαλούς τούς κόλπους μέ τα βότσαλα
Ήταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτο
Μα πιό βαθια ένα άνθρώπινο αίσθημα πού μάτωνε
Κι άνοιγες μ’ έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ’ όνομά του
‘Ανεβαίνοντας ανάλαφρα ως τη διαύγεια των βυθών
“Οπου σελάγιζε ο δικός σου ο αστερίας.
“Ακουσε, ο λόγος είναι των στερνών η
Κι ο χρόνος γλύπτης τάν ανθρώπων παράφορος
Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας
Κι εσύ πιό κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα
“Εχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη.
Δέν είναι για να λογαριάζεις γαλανή ως τό κόκαλο άλλο καλοκαίρι
Για ν’ αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια
Καί να σέ πάνε πίσω στή μητέρα τους
Για να ξαναφιλήσεις άλλες κερασιές
“Η για να πάς καβάλα στόν μαΐστρο.
Στυλωμένη στούς βράχους δίχως χτές καί αύριο
Στούς κινδύνους τάν βράχων μέ τή χτενισια της θύελλας
Θ’ άποχαιρετήσεις τό αίνιγμά σου.
Οδυσσέας Ελύτης
Marina delle rocce
Hai un sapore di tempesta sulle labbra − Ma dove vagavi
Tutto il giorno nel duro sogno della pietra e del mare
Vento da aquile ha spogliato i colli
Ha spogliato fino all’osso il tuo desiderio
E le pupille dei tuoi occhi hanno accolto il segnale della Chimera
Rigando di schiuma il ricordo!
Dov’è la consueta erta del breve settembre
Nella rossa terra dove giocavi guardando in basso
I profondi faveti delle altre fanciulle
Gli angoli dove le tue compagne lasciavano bracciate di rosmarino Continua a leggere